-
1 κακοήθες
-
2 κακοῆθες
-
3 κακόηθες
κακοήθηςill-disposed: masc /fem voc sgκακοήθηςill-disposed: neut nom /voc /acc sg -
4 κακοήθης
A ill-disposed, malicious, opp. εὐήθης, Ar. Pax 822 ([comp] Comp., 823), D.18.11, Pl.Ep. 360c, Ph.1.529, etc.; of animals,κ. ὄρνεον καὶ πανοῦργον Arist.HA 613b23
; esp. thinking evil, prone to put the worst construction on everything, Id.Rh. 1389b20; τὸ κακόηθες malice, wickedness, Pl.R. 401b, Men.653, Ph.1.684, etc. Adv.,πανούργως καὶ -ήθως Men.Epit. 318
; κ. πολιτεύεσθαι Philipp. ap. D.18.78, cf. J.AJ13.11.1: [comp] Comp.- εστέρως Poll.4.148
.II of things, infamous, abominable,κλειδία κρυπτὰ -έστατα Ar.Th. 422
.2 Medic., of sores, fevers, etc., malignant, Hp.Aph.6.4, Prog.20 ([comp] Sup.);ἐξάνθημα Phld.Ind.Sto.26
. Adv.- θως Hp.Art.41
codd. [suff] κᾰκοηθ-ίζομαι, = κακοηθεύομαι, Arr.Epict.3.16.4, etc.II put a bad construction on things, κ. τὴν φιλοσοφίαν (sed leg. κ. < εἰς> τὴν φ.) Stob.2.7.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοήθης
-
5 πικρός
II generally, sharp to the sense:1 of taste, pungent,ῥίζα Il.11.846
;ἅλμη Od.5.323
; δάκρυον (v.l. for πυκνόν) 4.153; of salt water, opp. γλυκύς, Hdt.4.52, cf. 7.35; ἁλμυρὸς καὶ π. Pl.Lg. 705a; πριγλία π. PCair.Zen.82.8 (iii B.C.);ἀπ' ὄμφακος πικρᾶς A.Ag. 970
; ὑγρότης π., opp. ὀξεῖα, Meno Iatr.5.13; also of smell, pungent, Od.4.406;πικρὸν ὀδωδώς Alciphr. 3.59
. (This sense prevails in the derived and compd. words.)2 of feeling, sharp, keen,ὠδῖνες Il.11.271
, S.Tr.41.3 of sound, piercing, shrill, (lyr.); ; γόοι, ὄδυρμα, E.Ph. 883, Tr. 1227 (lyr.);πικροτάτη ὄψ Ar. Pax 805
(lyr.).III metaph.,1 of things, bitter, esp. of what yields pain instead of expected pleasure, freq. in threats, μὴ τάχα πικρὴν Αἴγυπτον καὶ Κύπρον ἵκηαι (v.l. ἴδηαι) Od.17.448, cf. Ar.Av. 1045, Th. 883 (lyr.), E.Med. 399, IA 955, Ba. 357, Cyc. 589;π. Σίγειον κατηγόμην S.Ph. 355
;τὸ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά Pi.I.7(6).48
, cf. A.Ag. 745 (lyr.) ; τιμωρία, ἀγῶνες, Id.Pers. 473, S.Aj. 1239 ; δύαι, χεῖμα, A.Pr. 180 (lyr.), Ag. 198 (lyr.) ;πικρότερ' ἀχέων Id.Supp. 875
(lyr.); ;πικροτάτου χρυσοῦ φύλαξ Id.Hec. 772
; ;ἔχει τι τὸ π. τῆς γεωργίας γλυκύ Men.795
: c. inf.,μὴ λίαν πικρὸν εἰπεῖν ᾖ D.1.26
.2 so of persons, prob. in Sapph.Supp.4.1 ([comp] Comp.) ;γλυκὺν ὧδε φίλοις ἐχθροῖσι δὲ π. Sol.13.5
, cf. Thgn.301, A.Ch. 234, Eu. 152 (lyr.), etc. ;ἔς τινας Hdt.1.123
: abs., A.Pr. 739, Th940(lyr.); π. θεοῖς hateful to them, S.Ph. 254;π. πολίταις E.Med. 224
, cf. Supp. 1222 ; ἐμοὶ π. τέθνηκεν ἢ κείνοις γλυκύς his death is matter of sorrow to me, S.Aj. 966 ; δαίμων π., of untimely death (Lat. acerbus), IG3.1338.4 relentless, ; spiteful, mean, vindictive,βάσκανον καὶ πικρὸν καὶ κακόηθες οὐδέν ἐστι πολίτευμα ἐμόν D.18.108
;π. καὶ συκοφάντης Id.25.45
, cf. Arist.Rh. 1368b21, EN 1126a19 : in Com. of old men,σκυθρός, π., φειδωλός Men.10
, cf. 825, 843, Georg.Fr.3. Adv. - ρῶς pedantically, D.H.Lys.6; with rigid accuracy, Apollon.Cit.3, Plu.2.659f.IV Adv. - ρῶς harshly, bitterly, vindictively, A.Pr. 197, S.OC 990 ;π. ἐξετάσαι D.2.27
, 18.265 ; π. ἔχειν τισί, πρός τινας, Id.10.54, Ep.3.10 ; , cf. Andr. 190;ἔκλαυσε π. Ev.Matt.26.75
: [comp] Comp. , etc.: [comp] Sup.- ότατα Plb.1.72.3
. [[pron. full] ῑ in Hom. and [dialect] Ep.; [pron. full] ῐ freq. in Trag., as A.Pers. 473, Ag. 970, S.Aj. 500, E. Hec. 772, and in Theoc.8.74 : ι therefore is not long by nature as in μικρός.]
См. также в других словарях:
κακοῆθες — κακοήθης ill disposed masc/fem voc sg κακοήθης ill disposed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόηθες — κακοήθης ill disposed masc/fem voc sg κακοήθης ill disposed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοήθης, -ης, κακόηθες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει κακό ήθος, ανήθικος, φαύλος, αυτός που γίνεται όχι σύμφωνα με τον ηθικό νόμο: Αυτό αποτελεί κακοήθη συκοφαντία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοήθης — όηθες (Α κακοήθης, όηθες) 1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῡ φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
κακοελκής — και κακελκής, ές (Α) αυτός που πάσχει από κακόηθες έλκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ελκής (< ἕλκος), πρβλ. ισο ελκής, πολυ ελκής] … Dictionary of Greek
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek
κυλίνδρωμα — το ιατρ. καλοήθες ή κακόηθες επιθηλιακό νεόπλασμα, ανάλογα με την εντόπιση του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cylindrome < cylindr(o) (< λατ. cylindrus < κύλινδρος) + κατάλ. ome. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Δ. Πέτρινη] … Dictionary of Greek
μαυροτήγανο — το (Μ μαυροτήγανον) κακόηθες έλκος ή μελάνωμα, κακό σπυρί νεοελλ. 1. τηγάνι που είναι μαύρο από τον καπνό 2. (χλευαστικά) μελαχρινός … Dictionary of Greek
μελανοκαρκίνωμα — το ιατρ. το κακόηθες μελάνωμα … Dictionary of Greek
μελανοσάρκωμα — το ιατρ. το κακόηθες μελάνωμα, το μελανοκαρκίνωμα … Dictionary of Greek